Καλοκαίρι,βράδυ,ζέστη και ιδρώτας.Κοιμάμαι.Aκούω έναν δυνατό θόρυβο.Κάποιος χτυπάει μια πόρτα με δύναμη.Φως.Aνοίγω τα παραθυρόφυλλα και κοιτάζω,ψάχνω να εντοπίσω τον θόρυβο.Βλέπω τον θείο Χάρη με την επίσημη φορεσιά του και τα εργαλεία στο χέρι.
Το κουνούπι ανοίγει τα μάτια και προσπαθεί να ξυπνήσει.
Του φωνάζω:
-Θείε Χάρη κόπιασε να δοκιμάσεις φετινό τσίπουρο.
-Είναι καλό ρε κόπανε;
-Μα τι λε βρε θείο Χάρη,πάντα έχουμε το καλύτερο,με προσβάλεις.
-Το περσινό ήταν φωτιά και λάβρα.Φωτιές έβγαλε πέρυσι κι ο μπάρμπας σου που πήγε να το δοκιμάσει.
-Έχω και παστουρμά αρμένικο,λάχανο τουρσί,αντζούγιες…άντε κάτσε που θέλεις και παρακάλια.
-Άστο καλύτερα,έχω δουλειά
-Έχεις δουλειά ή πρόβλημα στο συκώτι;Ρε θείο Χάρη, μπας και γερνάς και συ;
-Σκυλοκούταβο!!! Θα σου δείξω εγώ, όταν έρθει η ώρα.Φέρε το μπουκάλι φέρε και τους μεζέδες και κοίτα ο παστουρμάς να είναι αρμένικος,αλλιώς φεύγω για δουλειά και το κρίμα στο λαιμό σου.
Τρέχω σαν τον άνεμο και σε ελάχιστα λεπτά αρχίζουμε να τα κοπανάμε.Ο θείος Χάρης κατεβάζει το τσίπουρο λες και πέρασε έρημο κι ας έχει αρκετά χρόνια στην καμπούρα του.Δεν θέλει και πολυ να αρχισει τις ιστορίες,ένα μόνο μικρό ερέθισμα φτάνει.
Το κουνούπι ξυπνάει για τα καλά.
-Και δεν μου λες μπάρμπα πως πάνε οι δουλειές;
-Καλά,μια χαρούλα,ποτέ δεν είχα παράπονο,είναι καλή δουλειά,αλλά τ’ αφεντικό πολύ τσιγγούνης.Τόσα χρόνια στην δούλεψη του έναν βοηθό δεν μου πήρε.Να πάω και ‘γω διακοπες να ξαπλώσω το ταλαιπωρημένο μου κορμί στην ξανθή άμμο,να αντικρύσω το γαλάζιο πέλαγος,να πιάσω κουβέντα με τα ζωντανά της θάλασσας,να μαυρίσει λίγο το κορμί μου που ‘ναι πιο άσπρο κι απ’ το γάλα.Όχι ότι το ‘χω μεγάλο παράπονο .Και τον κόσμο όλο τον γύρισα και σημαντικούς ανθρώπους γνώρισα και ασήμαντους και έξυπνους και βλάκες και λεοντόκαρδους και ποντίκια.Αλλά να, έναν άνθρωπο δικό μου δεν έχω.Να χαρεί που γύρισα σπίτι,να με ξεκουράσει το χαμόγελό του,να χαρεί με τις χαρές μου να χαρώ με τις δικές του,να μοιραστούμε τις λύπες,να ξαλαφρώσω απ’ τα προβλήματα.
Το κουνούπι θέλει κι άλλο χυμό.
-Καλά ρε μπάρμπα και γιατί δεν βρήκες μια γυναίκα,να την κουκουλωθείς,να σου κάνει κεφτεδάκια με σάλτσα,να σου τρίβει το παρκέ και να σου ρίχνει και καμιά βεντούζα;
-Με κοροϊδεύεις ρε άχρηστε,αλλά μ’αρέσει το θράσσος σου,ήπια και τα τσίπουρα και δεν παρεξηγώ τίποτα.
Λοιπόν μια μέρα εκεί που καθόμουν κάτω από τον φιλόξενο ίσκιο της γέρικης βελανιδιάς και είχα ανοίξει λακρεντί με τον βασιλιά των Μυρμηγκιών ,σχετικά με το χρηματιστήριο,εμφανίζεται μπροστά μου το αφεντικό και χωρίς χρονοτριβή μου λέει:»Ανοίγω ένα καινούργιο μαγαζί σε μια βδομάδα και χρειάζομαι έναν πορτιέρη που να ‘χει και δίπλωμα επαγγελματικό για να μεταφέρει τους πελάτες.Τι λες θα τα καταφέρεις;»
Είπα το ναι για να δοκιμάσω κι αν δεν μ’άρεσε θα ‘φευγα.Ε,στην αρχή καλά ήταν,το μαγαζί δουλειά δεν είχε, είχα πολύ ελεύθερο χρόνο,μέχρι που πήγαινα να δω τα νεροζούζουνα να πλατσουρίζουν στις λάσπες.Αλλά το αφεντικό έξυπνο,δούλευε το μυαλό του συνέχεια στα κόκκινα.Το μαγαζί γέμισε σιγα-σιγά με κόσμο και εγώ δεν είχα καθόλου προσωπικό και ποιοτικό χρόνο για να βρω γυναίκα.Όχι ότι δεν είχα και τα τυχερά μου,αλλά αυτές που με ήθελαν δεν μου άρεσαν κι αυτές που μου άρεσαν δεν θέλαν ούτε να με φτύσουν.
Το κουνόυπι συνεχίζει να τσιμπάει.
-Και δεν μου λες ρε Χαρούλη, από όλους αυτούς που γνώρισες στο μαγαζί ποιους σεβάστηκες περισσότερο;
-Τα παληκάρια,αυτούς που έφευγαν απ’το μαγαζί με τα μάτια ανοιχτά ,μέχρι την στιγμή που θα τους έβγαζα έξω,αυτούς που ρουφούσαν και την τελευταία σταγόνα του κρασιού,αυτούς που δεν κοίταζαν πίσω να δουν τι έχασαν και δεν βάζαν βαρίδια στα πόδια τους.
Το κουνούπι θέλει κι άλλο,αλλά το θύμα αντιδρά.
Απότομα ,σαν να θυμήθηκε κάτι που τον ενόχλησε,σταμάτησε,κατέβασε μονορούφι το τελευταίο ποτήρι τσίπουρο,σηκώθηκε και μάζεψε τα εργαλεία του.
-Πάω στην δουλειά μου, εδώ δίπλα,αρκετά με καθυστέρησες.
-Εντάξει Χαρούλη.
-Το καλό που σου θέλω μην με ξαναπείς Χαρούλη,μην τα ισοπεδώνουμε όλα.Λίγος σεβασμός στους αιώνες μου.Μπορείς να με φωνάζεις Χάροντα.Α,και το τσίπουρο ήταν εξαιρετικό,κοίτα να έχεις μια μπουκάλα έτοιμη, την άλλη Παρασκευή θα ξανάρθω.